βαγιόκλαρο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαγιόκλαρο ουδέτερο
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαγιόκλαρο
→ δείτε τη λέξη βαγιόκλαδο |