βαδίστρια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαδίστρια θηλυκό
- (αθλητισμός) θηλυκό του βαδιστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαδίστρια
βαδίστρια θηλυκό