βαζελίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαζελίνη < γαλλική vaseline & ιταλική vasel(ina) + -ίνη, εμπορική ονομασία του προϊόντος που επινοήθηκε από τον εφευρέτη του Robert Chesebrough το 1872 < από την πρώτη συλλαβή της γερμανικής λέξης Wasser («νερό»), τα δύο πρώτα γράμματα της ελληνικής λέξης ἔλαιον και την κατάληξη -ine
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαζελίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική) ιατρική λιπαντική ουσία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαζελίνη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίνη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από επωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)