Μετάβαση στο περιεχόμενο

βαθμίδα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαθμίδα οι βαθμίδες
      γενική της βαθμίδας των βαθμίδων
    αιτιατική τη βαθμίδα τις βαθμίδες
     κλητική βαθμίδα βαθμίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαθμίδα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vaˈθmi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαθμίδα
παλιότερος συλλαβισμός: βαθμίδα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βαθμίδα θηλυκό

  1. σκαλοπάτι, αναβαθμός
  2. βαθμός κατάταξης, σε μια ιεραρχημένη κλίμακα
    1. (γλωσσολογία)  δείτε τον όρο μεταπτωτική βαθμίδα
    2. (ταξινομία)  δείτε τον όρο ταξινομική βαθμίδα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη βαθμός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

βαθμίδα θηλυκό