βαθμιαία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]βαθμιαία
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]βαθμιαία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του βαθμιαίος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του βαθμιαίος