βαθμιαίως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαθμιαίως < βαθμιαίος + -ως

Επίρρημα

[επεξεργασία]

βαθμιαίως

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]