βαθμιαίως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]βαθμιαίως
- (λόγιο) άλλη μορφή του βαθμιαία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαθμιαίως
|
βαθμιαίως
|