βαθμολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]βαθμολογώ
- βάζω έναν βαθμό σε κάτι ή κάποιον αξιολογώντας την επίδοσή του
- αν ο πρώτος βαθμολογητής βάλει σε μια έκθεση 14 και ο δεύτερος τη βαθμολογήσει με 18, το γραπτό πάει για αναβαθμολόγηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- βαθμολόγηση (η)
- βαθμολογία (η)
- βαθμολογικός -ή -ό
- βαθμολογικά (επίρρ.)
- βαθμολογητής (ο)
- βαθμολόγιο (το)