βαθμός οξύτητας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαθμός οξύτητας: < → δείτε τις λέξεις βαθμός και οξύτητας

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

βαθμός οξύτητας αρσενικό

  • (χημεία): μονάδα μέτρησης περιεκτικότητας οξέος, συνηθέστερα σε λάδια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]