βαθυγάλανος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]βαθυγάλανος, -η, -ο
- που έχει σκούρο γαλανό, βαθύ γαλανό χρώμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαθυγάλανος
βαθυγάλανος, -η, -ο