βαθυκόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαθυκόρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαθυκόρος αρσενικό
- είναι το πλωτό μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την εκβάθυνση και τον καθαρισμού του βυθού λιμένων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαθυκόρος
|