βαθυμετρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαθυμετρικός η βαθυμετρική το βαθυμετρικό
      γενική του βαθυμετρικού της βαθυμετρικής του βαθυμετρικού
    αιτιατική τον βαθυμετρικό τη βαθυμετρική το βαθυμετρικό
     κλητική βαθυμετρικέ βαθυμετρική βαθυμετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαθυμετρικοί οι βαθυμετρικές τα βαθυμετρικά
      γενική των βαθυμετρικών των βαθυμετρικών των βαθυμετρικών
    αιτιατική τους βαθυμετρικούς τις βαθυμετρικές τα βαθυμετρικά
     κλητική βαθυμετρικοί βαθυμετρικές βαθυμετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαθυμετρικός < βαθυμετρία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

βαθυμετρικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]