βαθύπλουτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαθύπλουτος < αρχαία ελληνική βαθύπλουτος < βαθύς + πλοῦτος
Επίθετο[επεξεργασία]
βαθύπλουτος -η -ο
- πάρα πολύ πλούσιος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πάμπλουτος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαθύπλουτος
|