βακέσιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βακέσιο ουδέτερο άκλιτο
- (ελληνοαμερικανικά) οι διακοπές
- ⮡ Πήρα μια βδομάδα βακέσιο και πήγα με τα παιδιά στη Φλόριντα.