βακχάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βακχάω < Βάκχος

Ρήμα[επεξεργασία]

βακχάω

  1. παραληρώ υπό βακχική μανία
  2. μαίνομαι

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • το ρήμα βακχάω απαντάται στον Αισχύλο (Επτά επί Θήβας 497)