βαλέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαλέρ θηλυκό άκλιτο
- η χρονική διαφορά (συνήθως μίας ή λίγων ημερών) μεταξύ της κατάθεσης ενός χρηματικού ποσού και της δυνατότητας ανάληψής του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαλέρ
|