βαλέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαλέρ < γαλλική (date de) valeur

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαλέρ θηλυκό άκλιτο

  • η χρονική διαφορά (συνήθως μίας ή λίγων ημερών) μεταξύ της κατάθεσης ενός χρηματικού ποσού και της δυνατότητας ανάληψής του

Μεταφράσεις[επεξεργασία]