βαλίτζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαλίτζα οι βαλίτζες
      γενική της βαλίτζας των βαλιτζών
    αιτιατική τη βαλίτζα τις βαλίτζες
     κλητική βαλίτζα βαλίτζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐λί‐τζα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαλίτζα θηλυκό