βαλίτζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαλίτζα | οι | βαλίτζες |
γενική | της | βαλίτζας | των | βαλιτζών |
αιτιατική | τη | βαλίτζα | τις | βαλίτζες |
κλητική | βαλίτζα | βαλίτζες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά[επεξεργασία]
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐λί‐τζα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαλίτζα θηλυκό
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του βαλίτσα
- ※ Τον βρήκα στην κάμαρά του, να ρίχνει με μανία τα ρούχα φύρδην-μίγδην σε τρεις μεγάλες βαλίτζες.
- Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος, 1956
- ※ Τον βρήκα στην κάμαρά του, να ρίχνει με μανία τα ρούχα φύρδην-μίγδην σε τρεις μεγάλες βαλίτζες.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)