βαλανίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαλανίζω < βάλανος + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

βαλανίζω

  1. κουνάω τη βελανιδιά και μαζεύω τα βελανίδια που έχουν πέσει
  2. (ιατρική) βάζω σε ασθενή υπόθετο

Παροιμίες[επεξεργασία]