βαλλόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
βαλλόμενος, -η, -ο
- που βάλλεται, καθώς βάλλεται
- Ο πρόεδρος του Συνασπισμού, πανταχόθεν βαλλόμενος...