βαλς
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βαλς < (άμεσο δάνειο) γαλλική valse < γερμανική Walzer < walzen < μέση άνω γερμανική walzan (γυρίζω) < πρωτογερμανική *walt- (γυρίζω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wel- (γυρίζω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαλς ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) είδος μουσικής σε ρυθμό 3/4 ή 3/8
- (χορός) είδος χορού που χορεύεται υπό το άκουσμα της παραπάνω μουσικής
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Χορός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)