βαλσαμωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαλσαμωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βαλσαμώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
βαλσαμωμένος
- που έχει βαλσαμωθεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαλσαμωμένος
|