βαλτωμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βαλτωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βαλτώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]βαλτωμένος, -η, -ο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαλτωμένος
|