Μετάβαση στο περιεχόμενο

βαλτώνω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαλτώνω < βάλτος + -ώνω

βαλτώνω

  1. μετατρέπομαι σε βάλτο
  2. περιέρχομαι σε κατάσταση στασιμότητας
    βάλτωσαν οι αλλαγές στο φορολογικό λόγω πολιτικής ατολμίας

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]