βαμβακέμπορος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | βαμβακέμπορος | οι | βαμβακέμποροι |
| γενική | του/της του |
βαμβακεμπόρου βαμβακέμπορου |
των | βαμβακεμπόρων & βαμβακέμπορων |
| αιτιατική | τον/τη | βαμβακέμπορο | τους/τις τους |
βαμβακεμπόρους βαμβακέμπορους |
| κλητική | βαμβακέμπορε | βαμβακέμποροι | ||
| Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. Δείτε και την κλίση του βαμβακέμπορας. | ||||
| Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαμβακέμπορος αρσενικό ή θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαμβακέμπορος
|
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βιομήχανος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα βαμβακ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έμπορος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)