βαμβακοκαλλιέργεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαμβακοκαλλιέργεια < βαμβακο- + καλλιέργεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαμβακοκαλλιέργεια θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- μπαμπακοκαλλιέργεια (σπάνιο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- βαμβακοφυτεία
- βαμβακοχώραφο
- → δείτε τις λέξεις βαμβάκι και καλλιέργεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαμβακοκαλλιέργεια
|