βαμβακοσυλλέκτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαμβακοσυλλέκτης οι βαμβακοσυλλέκτες
      γενική του βαμβακοσυλλέκτη των βαμβακοσυλλεκτών
    αιτιατική τον βαμβακοσυλλέκτη τους βαμβακοσυλλέκτες
     κλητική βαμβακοσυλλέκτη βαμβακοσυλλέκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαμβακοσυλλέκτης < βαμβακο- + συλλέκτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαμβακοσυλλέκτης αρσενικό (θηλυκό βαμβακοσυλλέκτρια)

  1. (επάγγελμα) εργάτης που δουλεύει στη συλλογή του βαμβακιού
  2. όχημα-μηχάνημα για τη συλλογή του βαμβακιού

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]