βανάδιο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
|
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βανάδιο < (λόγιο δάνειο) λατινική vanadium < παλαιά νορβηγική Vanadís (Φρέγια)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βανάδιο ουδέτερο
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 23, ατομικό βάρος 50,9414 και χημικό σύμβολο το V
- ※ Δαμασκηνά σπαθιά, θεές από τη μυθολογία των Βίκινγκς, μια παλιά Φορντ και υποτυπώδεις θαλάσσιοι οργανισμοί μπλέκονται σε έναν απροσδόκητο χορό γύρω από το στοιχείο που είχε την παράδοξη τύχη να το ανακαλύψουν... δύο φορές. Πρόκειται για το βανάδιο, και ειλικρινά δεν ξέρεις από πού να αρχίσεις να γράφεις για αυτό. (* εφημερίδα Το Βήμα)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βανάδιο | τα | βανάδια |
γενική | του | βανάδιου & βαναδίου |
των | βανάδιων & βαναδίων |
αιτιατική | το | βανάδιο | τα | βανάδια |
κλητική | βανάδιο | βανάδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
βανάδιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βανάδιο
|
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά νορβηγικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)