βαποριζατέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαποριζατέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική vaporisateur • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαποριζατέρ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]