βαπτίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βαφτίζομαι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vaˈpti.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐πτί‐ζο‐μαι

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

βαπτίζομαι



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

βαπτίζομαι