βαράω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαράω < αρχαία ελληνική βαρῶ (συνηρημένη μορφή βαρέω) < βάρος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vaˈɾa.o/

Ρήμα[επεξεργασία]

βαράω/βαρώ, πρτ.: βαρούσα και βάραγα, στ.μέλλ.: θα βαρέσω, αόρ.: βάρεσα, μτχ.π.π.: βαρεμένος, (το παθητικό βαριέμαι με διαφορετική σημασία)

  1. χτυπώ
  2. ρίχνω, πετώ
    καθόταν στην άκρη του δρόμου και βάραγε πέτρες προσπαθώντας να πετύχει ένα ντενεκεδάκι

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]