βαράω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαράω < αρχαία ελληνική βαρῶ (συνηρημένη μορφή βαρέω) < βάρος
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
βαράω/βαρώ, πρτ.: βαρούσα και βάραγα, στ.μέλλ.: θα βαρέσω, αόρ.: βάρεσα, μτχ.π.π.: βαρεμένος, (το παθητικό βαριέμαι με διαφορετική σημασία)
- χτυπώ
- ρίχνω, πετώ
- καθόταν στην άκρη του δρόμου και βάραγε πέτρες προσπαθώντας να πετύχει ένα ντενεκεδάκι
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο: μετανιώνω πικρά για κάτι, συνειδητοποιώ ένα μεγάλο λάθος μου
- βαράω μύγες: κάθομαι άπραγος, δεν έχω δουλειά
- βαράω μαλακία: (χυδαίο) αυνανίζομαι
- βαράω ενέσεις: (για ναρκομανείς) κάνω χρήση ηρωίνης - (μεταφορικά) είμαι απελπισμένος ή βαριέμαι πάρα πολύ
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βαράω - βαρώ | βαρούσα - βάραγα | θα βαράω - βαρώ | να βαράω - βαρώ | βαρώντας | |
β' ενικ. | βαράς | βαρούσες - βάραγες | θα βαράς | να βαράς | βάρα - βάραγε | |
γ' ενικ. | βαράει - βαρά | βαρούσε - βάραγε | θα βαράει - βαρά | να βαράει - βαρά | ||
α' πληθ. | βαράμε - βαρούμε | βαρούσαμε - βαράγαμε | θα βαράμε - βαρούμε | να βαράμε - βαρούμε | ||
β' πληθ. | βαράτε | βαρούσατε - βαράγατε | θα βαράτε | να βαράτε | βαράτε | |
γ' πληθ. | βαράν(ε) - βαρούν(ε) | βαρούσαν(ε) - βάραγαν - βαράγανε | θα βαράν(ε) - βαρούν(ε) | να βαράν(ε) - βαρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βάρεσα | θα βαρέσω | να βαρέσω | βαρέσει | ||
β' ενικ. | βάρεσες | θα βαρέσεις | να βαρέσεις | βάρα - βάρεσε | ||
γ' ενικ. | βάρεσε | θα βαρέσει | να βαρέσει | |||
α' πληθ. | βαρέσαμε | θα βαρέσουμε | να βαρέσουμε | |||
β' πληθ. | βαρέσατε | θα βαρέσετε | να βαρέσετε | βαρέστε | ||
γ' πληθ. | βάρεσαν βαρέσαν(ε) |
θα βαρέσουν(ε) | να βαρέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βαρέσει | είχα βαρέσει | θα έχω βαρέσει | να έχω βαρέσει | ||
β' ενικ. | έχεις βαρέσει | είχες βαρέσει | θα έχεις βαρέσει | να έχεις βαρέσει | ||
γ' ενικ. | έχει βαρέσει | είχε βαρέσει | θα έχει βαρέσει | να έχει βαρέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βαρέσει | είχαμε βαρέσει | θα έχουμε βαρέσει | να έχουμε βαρέσει | ||
β' πληθ. | έχετε βαρέσει | είχατε βαρέσει | θα έχετε βαρέσει | να έχετε βαρέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βαρέσει | είχαν βαρέσει | θα έχουν βαρέσει | να έχουν βαρέσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη χτυπώ