βαρίστας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βαρίστας | οι | βαρίστες |
γενική | του | βαρίστα | των | βαριστών |
αιτιατική | τον | βαρίστα | τους | βαρίστες |
κλητική | βαρίστα | βαρίστες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαρίστας < αγγλική VAR (Video assistant referee, βαρ) + -ίστας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαρίστας αρσενικό
- (αθλητισμός, νεολογισμός, ιδίως στα κυπριακά) βοηθός διαιτητή σε αγώνα ποδοσφαίρου, ο οποίος ελέγχει άμεσα ορισμένες σημαντικές ή κρίσιμες αποφάσεις του διαιτητή κάνοντας χρήση οπτικοακουστικών μέσων (καταγραφή των φάσεων του αγώνα σε βίντεο)
- ※ Ισπανός βαρίστας στην Πάφο (pafoslive.com.cy, Μάρτιος 2022· πρόσβαση: 2022-09-13)
- ※ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΔΟΞΑΣ: «Ίδιος βοηθός, ίδιος Βαρίστας με το Ανόρθωση-ΑΕΚ…» (protathlima.cyprustimes.com, 31 Οκτωβρίου 2021· πρόσβαση: 2022-09-13)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαρίστας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλαξίας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (κυπριακά)
- Λέξεις με επίθημα -ίστας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Κυπριακά
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)