βαρίστας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαρίστας οι βαρίστες
      γενική του βαρίστα των βαριστών
    αιτιατική τον βαρίστα τους βαρίστες
     κλητική βαρίστα βαρίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαρίστας < αγγλική VAR (Video assistant referee, βαρ) + -ίστας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαρίστας αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]