βαρβαρικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαρβαρικά < βαρβαρικός

Επίρρημα[επεξεργασία]

βαρβαρικά

  1. μιλώντας μια βαρβαρική γλώσσα
  2. όπως οι βάρβαροι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

βαρβαρικά