βαρβαρικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
βαρβαρικά < βαρβαρικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
βαρβαρικά
- μιλώντας μια βαρβαρική γλώσσα
- όπως οι βάρβαροι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαρβαρικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
βαρβαρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βαρβαρικό