βαρβαρικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]βαρβαρικά < βαρβαρικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]βαρβαρικά
- μιλώντας μια βαρβαρική γλώσσα
- όπως οι βάρβαροι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαρβαρικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]βαρβαρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βαρβαρικό