βαρβαροσύνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαρβαροσύνη οι βαρβαροσύνες
      γενική της βαρβαροσύνης των (βαρβαροσυνών)
    αιτιατική τη βαρβαροσύνη τις βαρβαροσύνες
     κλητική βαρβαροσύνη βαρβαροσύνες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαρβαροσύνη < μεσαιωνική ελληνική βαρβαροσύνη < βάρβαρ(ος) + -οσύνη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vaɾ.va.ɾoˈsi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαρ‐βα‐ρο‐σύ‐νη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαρβαροσύνη θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • βαρβαροσύνη - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαρβαροσύνη < βάρβαρος + -οσύνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαρβαροσύνη θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]