βαρβαρόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαρβαρόω < βάρβαρος
Ρήμα[επεξεργασία]
βαρβαρόω
- κάνω κάποιον βάρβαρο
- συνήθως στην παθητική φωνή: βαρβαρόομαι: γίνομαι βάρβαρος