βαρδαλάντζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαρδαλάντζα < (άμεσο δάνειο) βενετική varda lancia
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαρδαλάντζα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) μεγάλη κεραία σε πλοίο όπου δένονται οι βάρκες