βαριαναστενάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαριαναστενάζω < βαριά (ως επιτατικό) + αναστενάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

βαριαναστενάζω

  • αναστενάζω βαριά (με έντονο τρόπο), συνήθως σε ένδειξη μεγάλου πόνου, ανησυχίας, απογοήτευσης κλπ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]