βαριεστίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βαριεστίζω < βαζγεστίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική vazgeçtim, αόριστος του ρήματος vazgeçmek (εγκαταλείπω, γυρίζω πίσω) < περσική باز (baz, πίσω, στα σύνθετα ρήματα) + τουρκική geçmek (γυρίζω)
Ρήμα
[επεξεργασία]βαριεστίζω και βαριεστώ
- αισθάνομαι ανία, πλήξη, κούραση, για να κάνω κάτι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαριεστίζω
|