βαριεστημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαριεστημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος βαριεστάω, βαριεστώ και βαριεστίζω αλλά και του βαριέμαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /va.ɾje.stiˈme.nos/
Μετοχή[επεξεργασία]
βαριεστημένος -η -ο αρσενικό
- που αισθάνεται ανία, πλήξη, κούραση για να κάνει κάτι