βαριοκοιμάμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαριοκοιμάμαι < βαριά + κοιμάμαι

Ρήμα[επεξεργασία]

βαριοκοιμάμαι

είχα βαριοκοιμηθεί κι ούτε που άκουσα το ξυπνητήρι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]