βαρκάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαρκάρης < μεσαιωνική ελληνική βαρκάρης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε βάρκ(α) + -άρης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vaɾˈka.ɾis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαρκάρης αρσενικό (θηλυκό βαρκάρισσα)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ «βαρκάρης» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.