βαρυηκοέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαρυηκοέω < βαρύς + ἀκούω

Ρήμα[επεξεργασία]

βαρυηκοέω

  1. είμαι βαρήκοος
    ποίει τροχίσκους ἐν ὄξει λειώσας καὶ χρῶ πρὸς τὰς ἄνευ ὀδύνης ἐμφράξεις καὶ ἐπὶ τῶν βαρυηκοούντων (Αλέξανδρος Τραλλιανός, Θεραπευτικά, 2, 75, 11)

Συγγενικά[επεξεργασία]