βαρυνόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
βαρυνόμενος, -η, -ο
- που βαρύνεται από κάτι, καθώς βαρύνεται, επειδή βαρύνεται, που τελεί υπό το βάρος κατηγοριών, φόρου κ.λπ.
- Παραιτήθηκε ο επικεφαλής της Σκότλαντ Γιάρντ βαρυνόμενος από κατηγορίες για ρατσισμό
- Ο βαρυνόμενος από καταλογιστική πράξη φόρου...