βαρυπενθώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαρυπενθώ < μεσαιωνική ελληνική βαρυπενθώ < αρχαία ελληνική βαρυπενθής < βαρύς + πένθος

Ρήμα[επεξεργασία]

βαρυπενθώ

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]