βαρυστομαχιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαρυστομαχιασμένος η βαρυστομαχιασμένη το βαρυστομαχιασμένο
      γενική του βαρυστομαχιασμένου της βαρυστομαχιασμένης του βαρυστομαχιασμένου
    αιτιατική τον βαρυστομαχιασμένο τη βαρυστομαχιασμένη το βαρυστομαχιασμένο
     κλητική βαρυστομαχιασμένε βαρυστομαχιασμένη βαρυστομαχιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαρυστομαχιασμένοι οι βαρυστομαχιασμένες τα βαρυστομαχιασμένα
      γενική των βαρυστομαχιασμένων των βαρυστομαχιασμένων των βαρυστομαχιασμένων
    αιτιατική τους βαρυστομαχιασμένους τις βαρυστομαχιασμένες τα βαρυστομαχιασμένα
     κλητική βαρυστομαχιασμένοι βαρυστομαχιασμένες βαρυστομαχιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαρυστομαχιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βαρυστομαχιάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

βαρυστομαχιασμένος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]