βαρυστομαχιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαρυστομαχιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βαρυστομαχιάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
βαρυστομαχιασμένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαρυστομαχιασμένος
|