βαρόμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαρόμετρο < γαλλική baromètre (ελληνογενής ξενικός όρος)
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1799
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vaˈɾo.me.tɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐ρό‐με‐τρο
σχηματική παράσταση βαρομέτρου με υδράργυρο |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαρόμετρο ουδέτερο
- (φυσική) ειδικό όργανο μέτρησης της ατμοσφαιρικής πίεσης
- υδραργυρικό βαρόμετρο
- (μεταφορικά) καθετί που λαμβάνεται ως δείκτης των εξελίξεων
- το πολιτικό βαρόμετρο
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
βαρόμετρο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαρόμετρο