βαρύμαγκας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βαρύμαγκας | οι | βαρύμαγκες |
γενική | του | βαρύμαγκα | των | βαρύμαγκων |
αιτιατική | τον | βαρύμαγκα | τους | βαρύμαγκες |
κλητική | βαρύμαγκα | βαρύμαγκες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαρύμαγκας αρσενικό
- ο πολύ μάγκας
- (αργκό) ο «πολλά βαρύς κι ασήκωτος» (άνδρας, ή μάγκας)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαρύμαγκας
|