βασίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
βασίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βασίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βασίζω
- θα βασίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βασίζω