βασανάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βασανάκι τα βασανάκια
      γενική
    αιτιατική το βασανάκι τα βασανάκια
     κλητική βασανάκι βασανάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βασανάκι < υποκοριστικό του ουσιαστικού βάσανο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βασανάκι ουδέτερο

  • μικρό βάσανο, κάτι που μας βασανίζει αλλά το βλέπουμε με τρυφερότητα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]