βασανίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βασανίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βασανίζω (εξετάζω, βασανίζω) < βάσανος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /va.saˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐σα‐νί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

βασανίζω, πρτ.: βασάνιζα, στ.μέλλ.: θα βασανίσω, αόρ.: βασάνισα, παθ.φωνή: βασανίζομαι, π.αόρ.: βασανίστηκα, μτχ.π.π.: βασανισμένος

  1. ταλαιπωρώ κάποιον, τον παιδεύω
    • κανείς δεν μπορεί να βασανίσει τον Θεό, όσο κι αν πασχίζουν οι Χριστιανοί να μας πείσουν βεβηλώνοντας την ουσιωδώς μη ανθρωπική φύση Του
  2. υποβάλλω κάποιον σε σωματικά ή ψυχικά βασανιστήρια με σκοπό να του προκαλέσω πόνο
  3. υποβάλλω ένα πνευματικό δημιούργημα σε εξαντλητικό έλεγχο (σε διανοητική βάσανο) πριν το θεωρήσω ολοκληρωμένο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη βάσανος

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]