βασανιστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βασανιστήριο < βασανίζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /va.sa.niˈsti.ɾi.o/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βασανιστήριο ουδέτερο
- η ενέργεια που αποσκοπεί στην κακοποίηση κάποιου με σωματικό ή / και ψυχικό τρόπο, προκαλώντας του πόνο ή αγωνία, με σκοπό να τιμωρηθεί, να καταρρεύσει ψυχολογικά ή να αναγκαστεί να κάνει κάτι (βλέπε και βασανιστήρια)
- (καταχρηστικά) η ταλαιπωρία, η δοκιμασία που τυχαίνει στη ζωή