βασιλέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βασιλέας | οι | βασιλείς |
γενική | του | βασιλέα | των | βασιλέων |
αιτιατική | τον | βασιλέα | τους | βασιλείς |
κλητική | βασιλέα | βασιλείς | ||
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βασιλέας < βασιλεύς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βασιλέας αρσενικό
- → δείτε τη λέξη βασιλιάς